- προκαθηγεμών
- προκαθηγ-εμών, όνος, ἡ, epith. of Artemis at Ephesus, Ephes. 2 No. 20; at Iasus,A Rev. Et. Gr.6.159.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαθηγεμών — όνος, ὁ, Α (προσωνυμία τής Εφεσίας Αρτέμιδος), αρχηγέτης, ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθηγεμών «αρχηγός, καθοδηγητής»] … Dictionary of Greek